- κατεπιθυμέω
- κατεπιθυμέω (s. ἐπιθυμέω; otherw. found IV/V A.D.) be very eager κατεπιθυμεῖς καθίσαι ἐκ δεξιῶν μετʼ αὐτῶν Hv 3, 2, 2.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
κατεπιθυμεῖς — κατεπιθυμέω pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπιθυμῶν — κατεπιθυμέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπιθύμιον — κατεπιθύμιος desirable masc/fem acc sg κατεπιθύμιος desirable neut nom/voc/acc sg κατεπιθυμέω imperf ind act 3rd pl (doric) κατεπιθυμέω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)